δυσκαθαίρετος

δυσκαθαίρετος
δῠσ-καθαίρετος, ον,
A hard to overthrow, Ph.1.61;

στάσις J.BJ2.17.4

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δυσκαθαίρετος — η, ο (AM δυσκαθαίρετος, ον) μσν. νεοελλ. αυτός που δύσκολα καθαιρείται από το εκκλησιαστικό του λειτούργημα αρχ. 1. αυτός που δύσκολα καθαιρείται ή καταρρίπτεται 2. αυτός που δύσκολα καταβάλλεται …   Dictionary of Greek

  • δυσκαθαίρετον — δυσκαθαίρετος hard to overthrow masc/fem acc sg δυσκαθαίρετος hard to overthrow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκαθαίρετοι — δυσκαθαίρετος hard to overthrow masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԴԺՈՒԱՐԱՔԱԿ — ( ) NBH 1 0620 Chronological Sequence: 6c, 13c ա.մ. δυσκαθαίρετος qui aegre destrui vel vinci potest, δυσδιάλυτος vix dissolubilis Զոր դժուարին է քակել. որում դժուար է քակտիլ, տապալիլ. եւ Դժուարալոյծ օրինակաւ. անխզելի. *Ցանկութիւն, եւ հեշտ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”